- κτύπου
- κτύποςcrashmasc gen sgκτυπέωcrashaor ind mid 2nd sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αντίκτυπος — ο κ. αντίχτυπος (Α ἀντίκτυπος ον) νεοελλ. 1. αντήχηση κτύπου 2. απήχηση, ανακλώμενο αποτέλεσμα, συνέπεια αρχ. αυτός που αντηχεί … Dictionary of Greek